- εντομοκτόνος
- -ο1. αυτός που εξολοθρεύει τα έντομα2. το ουδ. ως ουσ. το εντομοκτόνοουσία που καταστρέφει τα έντομα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εντομοκτόνος — α, ο 1. ο χρήσιμος για την καταστροφή των βλαβερών ή ενοχλητικών εντόμων: Σκόνη εντομοκτόνα. 2. το ουδ. ως ουσ., εντομοκτόνο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… … Dictionary of Greek
εντομοφθόρος — ο 1. ο εντομοκτόνος 2. το θηλ. ως ουσ. η εντομοφθόρος γένος ζυγομυκήτων που ζουν παρασιτικά στα έντομα … Dictionary of Greek